Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Η οικονομία της μνησικακίας

Posted on Σεπτεμβρίου 09, 2012 by ΣΠΙΘΑΣ

<<.. Η νέα αδήριτη πραγματικότητα, υπό την κυριαρχία ενός δημοσιονομικού μονοφυσιτισμού, θεσμοποιεί απλώς τη διάχυτη μνησικακία με την εκτίναξη στα ύψη όλων των ατομικών-επαγγελματικών εγωισμών. 

Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτή τη νέα στιγμή γενική οικονομία της μνησικακίας. 

Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η «Ελλάδα-προτεκτοράτο», αλλά ότι η Ευρώπη έχει αποδεχτεί την κηδεμονία μιας συγκεκριμένης τεχνοκρατικής οικονομικής λογικής, η οποία έχει γίνει μεταφυσικό τοτέμ των ελίτ και των αντι-ελίτ, των οπαδών της περιστολής και των θιασωτών της τόνωσης της αγοραστικής δύναμης, των προσαρμοσμένων και των ασυμμόρφωτων στις αξιολογήσεις..>>


Του ΝΙΚΟΛΑ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗ* 

Ειπώθηκε τόσες φορές και από τόσες διαφορετικές πλευρές, μέχρι που κατάντησε ή μάλλον την κατάντησαν άλλη μια απάλευτη κοινοτοπία: εν χορώ επαναλάμβαναν ότι η κρίση δεν είναι μόνον οικονομική, αλλά ηθική, κοινωνική, οικολογική (αυτό το τελευταίο ήδη ξεχάστηκε)· ότι όλος αυτός ο πανικός δεν αφορά μόνο την κατάσταση των δημόσιων οικονομικών, αλλά θίγει κοινωνικές σημασίες, ριζωμένα δημόσια αισθήματα, κάθε λογής ατομικά σχέδια και προγραμματισμούς ζωής.

Παρ' όλα αυτά όλα δείχνουν πλέον ότι οι αδάπανες και υψηλόφωνες κριτικές στην «απληστία» και στη «δανεικιά ευημερία» έλαβαν πανηγυρικά τέλος. Επιστρέφει πλησίστια η πραγματικότητα με τη μορφή πλήρους καταβύθισης των κοινωνιών μας στις μονομερείς απαιτήσεις της οικονομικής αξιολόγησης.

Στην Ελλάδα αυτό ξετυλίγεται με δραματικούς τόνους. 

Πουθενά αλλού δεν εμφανίζεται τόσος ομόθυμος «μαρξισμός» κακής κοπής σε όλους τους εκφραστές της δημόσιας ζωής, πουθενά δεν χαίρει τέτοιας καθολικής επιδοκιμασίας η πιο σχηματική αντίληψη περί υλικής βάσης και εποικοδομήματος. 

Ο πολίτης καλείται να γίνει κυνηγός αποδείξεων, λογιστής του εαυτού του, διαχειριστής ενός ατομικού καταναλωτικού φακέλου, στον οποίον όλες οι σχέσεις του καθημερινού του τρόπου οφείλουν να πάρουν τη μορφή αριθμών-υπολογισμών. 

Μια τέτοια λογιστικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη -που υποτίθεται ότι τον θέλουμε κάτι παραπάνω από πελάτη- είναι κάτι το οποίο υπερβαίνει κατά πολύ το γνωστό κεφάλαιο που ονομάστηκε νεοφιλελευθερισμός. 

Είναι ένας ζοφερός ορίζοντας στον οποίο η κοινωνία ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν τείνει να διαλυθεί στους φόβους των «κοινωνικών ομάδων», ενώ την ίδια στιγμή τα άτομα ανάγονται στις ταμειακές τους επιφάνειες, στα βιβλία εσόδων και εξόδων τους ή στα κάθε λογής παραστατικά. 

Η διαφορά από την προ της κρίσης περίοδο μεγέθυνσης είναι ότι τώρα δεσπόζει το φάντασμα της χρεοκοπίας και όχι βεβαίως οι προσδοκίες ανόδου.

Η νέα αδήριτη πραγματικότητα, υπό την κυριαρχία ενός δημοσιονομικού μονοφυσιτισμού, θεσμοποιεί απλώς τη διάχυτη μνησικακία με την εκτίναξη στα ύψη όλων των ατομικών-επαγγελματικών εγωισμών.


Θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αυτή τη νέα στιγμή γενική οικονομία της μνησικακίας. 


Το χαρακτηριστικό της είναι ότι ο καθένας εξωθείται πλέον να αγανακτήσει για τα πραγματικά ή εικαζόμενα προνόμια του διπλανού του, ιδίως του κοντινού του άλλου: ο μισθωτός των είκοσι χιλιάδων οφείλει να διαχωριστεί τυπικά και κυρίως ψυχικά από τον συνάδελφό του των είκοσι πέντε χιλιάδων, ο υπάλληλος με τα μικρότερα επιδόματα να εξοργιστεί με τον διπλανό του με τα μεγαλύτερα, η μία μικρομεσαία απόχρωση να στραφεί εναντίον της άλλης. 

Η «δικαιοσύνη» ως πάλη των αποχρώσεων για αυτοσυντήρηση και ενοχοποίηση του γείτονα! 

Με αυτό τον τρόπο χάνεται από τα μάτια των περισσότερων η βασική χρωματική κλίμακα που ύφανε εδώ και χρόνια έναν πολύπλοκο ιστό μεγάλων αδικιών, σκανδάλων και ανισοτήτων. 

Καλούμαστε εν πολλοίς να γίνουμε μονάδες μέτρησης κόστους και ωφέλειας, αντίζηλα αλληλοεπιτηρούμενα «κλιμάκια». Σε αυτή την προοπτική η ίδια η κοινωνία δεν υπάρχει παρά ως ανώνυμη φορολογητέα ύλη ή συλλογικός οφειλέτης και ικέτης των υπερβατικών οντοτήτων που ονομάζουμε αγορές. 

Φυσικά ούτε ο φθόνος ούτε ο φόβος φτιάχνουν οποιαδήποτε αλληλεγγύη. 

Το παιχνίδι με τις ανασφάλειες των ατόμων και των επαγγελματικών status δεν γεννά κανένα διαφορετικό παραγωγικό υπόδειγμα. 

Και αυτό, διότι, παρά τις ιδιοτυπίες της ελληνικής περίπτωσης, τους ιδιαίτερους τρόπους και ρυθμούς διαφθοράς και παρασιτισμού, υπάρχει ένα πρόβλημα ευρωπαϊκό, αν όχι παγκόσμιο. 

Το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η «Ελλάδα-προτεκτοράτο», αλλά ότι η Ευρώπη έχει αποδεχτεί την κηδεμονία μιας συγκεκριμένης τεχνοκρατικής οικονομικής λογικής, η οποία έχει γίνει μεταφυσικό τοτέμ των ελίτ και των αντι-ελίτ, των οπαδών της περιστολής και των θιασωτών της τόνωσης της αγοραστικής δύναμης, των προσαρμοσμένων και των ασυμμόρφωτων στις αξιολογήσεις κ.λπ. 

Οι ευρωπαϊκές φωνές που αντιδρούν στην παλινόρθωση των ίδιων συνταγών, οι οποίες υποτίθεται ότι χρεοκόπησαν από την κρίση, λίγες, σκόρπιες και ασυντόνιστες. 

Η Αριστερά αδυνατεί,

για πολλούς λόγους, να αποτινάξει τον βαθύ κοινωνιολογικό της κομφορμισμό: βλέπει απλώς την επίθεση στα λαϊκά και μεσαία στρώματα, αλλά πολύ λίγα έχει να πει για τις πρακτικές, τους τρόπους ζωής, το σύστημα των ηθών που επιτρέπουν και τώρα στους κηδεμόνες να παίζουν το παιχνίδι τους. 

Η επικέντρωση στις πολυεθνικές και στις μεγάλες τράπεζες συχνά αθωώνει σημαντικό μέρος των μεσαίων στρωμάτων και ιδίως των ελεύθερων επαγγελματιών, που υπήρξαν πολύ συχνά οι φορείς της πιο απεχθούς ελληνικής ιδεολογίας. 

Η μονομερής ενασχόληση με τις κορυφές της ολιγαρχίας, εγχώριας και διεθνούς, αφήνει πρακτικά στο απυρόβλητο μια ολόκληρη βαθιά Ελλάδα των μεγάλων κυβικών, της πισίνας, της δίχως μέτρο χλιδής, της εγωκεντρικής σπατάλης, του ρηχού εκσυγχρονισμού.

Και αυτή η έσω Ελλάδα θα έπρεπε επιτέλους να ηττηθεί, να χάσει έστω κάτι από τις ψευδαισθήσεις μεγαλείου που την έκαναν συνένοχη στο κακό, και βεβαίως να πάψει να αποτελεί πρότυπο επιτυχίας και καταξίωσης. 

Η τρέχουσα επιχείρηση εμπέδωσης μιας συμβατικής ισοπεδωτικής λιτότητας κερδίζει ανοχή επειδή είναι ηχηρή η αντικοινωνικότητα πολλών από όσα προηγήθηκαν:

- της αγοραστικής επιτρεπτικότητας, 

- της καταναλωτικής ανευθυνότητας, 

- των μοντέλων ηδονιστικής ανομίας στις οποίες συνήθισαν για χρόνια τμήματα του πληθυσμού και όχι απλώς οι φορείς του μεγάλου κεφαλαίου. 

Το ελληνικό πρόβλημα, πέρα από την ευρωπαϊκή του διάσταση, είναι και αυτό:

ότι δεν υπάρχει μια δύναμη, μια δημόσια κριτική φωνή που να καταστήσει τη λιτότητα, τη μείωση των εξαρτήσεων από τη δανεική ευμάρεια ριζοσπαστικό ηθικοπολιτικό στόχο και όχι άλλο ένα δημοσιονομικό ή φορομπηχτικό βασανιστήριο το οποίο υπηρετεί την άλωση των χώρων της ζωής από τους οίκους και τα ιδιοτελή τους κριτήρια. 

Θα είχε έτσι νόημα να μιλήσουμε στα σοβαρά για μια αριστερή και οικολογική επιλεγμένη λιτότητα, ως αντιπρόταση στην καθεστωτική μονοφωνία των «σκληρών μέτρων».

*Καθηγητής στο Παν. Θεσσαλονίκης